μυρτόχειλα

μυρτόχειλα
μυρτόχειλα
labia majora pudendorum
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυρτόχειλα — μυρτόχειλα, τὰ (Α) τα μεγάλα χείλη τού γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος «γυναικείο αιδοίο» + χεῖλος] …   Dictionary of Greek

  • μυρτοχειλίδες — μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) [μυρτόχειλα] (κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν τού γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα» …   Dictionary of Greek

  • μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”